- πανοσιότης
- (-ητος) η святость;
η υμετέρα πανοσιότης ( — обращение) Ваше святейшество
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
η υμετέρα πανοσιότης ( — обращение) Ваше святейшество
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.